εκατοστίζω

εκατοστίζω
-ισα, μτβ.
1. αυξάνω μια ποσότητα μονάδων ως τον αριθμό εκατό: Ο παππούς κοντεύει να τα εκατοστίσει τ' αγγόνια του.
2. φτάνω ως και το εκατοστό έτος της ηλικίας μου: Να τα εκατοστίσεις (ενν. τα χρόνια σου).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκατοστίζω — (εκατοστίζω) βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: εκατοστίζω : χρησιμοποιείται ο αόριστος σε ευχές όπως: να τα εκατοστίσεις → να ζήσεις εκατό χρόνια …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκατοστίζω — και κατοστίζω 1. αυξάνω ή αποκτώ ποσότητα μονάδων μέχρι τον αριθμό εκατό 2. φθάνω μέχρι το εκατοστό έτος τής ηλικίας 3. φρ. «να τά κατοστίσεις (ενν. τα χρόνια σου)» να γίνεις εκατό χρονών, να κατοχρονίσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”